Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ: Μνημεία του χθες, τόποι πολιτισμού του σήμερα


Στο πλαίσιο της εκδήλωσης«ΕΝΕΡΓΕΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΕΠΟΧΕΣ» Προοπτικές για τη Διαχείριση της Πολιτιστικής Κληρονομιάς για τα χρόνια που έρχονται… & Παρουσίαση Δοκιμίου για τη Βιομηχανική Παράδοση για τα χρόνια που πέρασαν… στη Δυτική Μακεδονία και του διακρατικού προγράμματος HistCape, στο οποιο συμμετείχε η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας.

1. Εισαγωγή

Τα αποτελέσματα της βιομηχανικής επανάστασης ήταν ραγδαία σε κάθε επίπεδο της κοινωνικής ζωής, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός νέου τύπου ανθρώπου. Η ρήξη της κλειστής οικονομικής κοινότητας που προκλήθηκε από τη βιομηχανική ανάπτυξη και η ελεύθερη οικονομία οδήγησαν βέβαια στην αίσθηση της απομόνωσης, παράλληλα όμως και σε ένα αίσθημα ανεξαρτησίας. Ο άνθρωπος συνειδητοποίησε την ατομικότητά του από τους άλλους, είτε σε κοινωνικό είτε σε ατομικό επίπεδο, ατομικότητα της οποίας τα δικαιώματα προσπάθησε να κατοχυρώσει με τα κοινωνικά και πολιτιστικά κινήματα του 19ου και 20ού αιώνα.


Η επιστήμη και η μηχανή, παρόλα τα συναισθήματα λατρείας και τρόμου που προκαλούν και τις νέες μορφές δουλείας που πλάθουν, συνέβαλαν, ωστόσο, στην απελευθέρωση του ατόμου από άλλες μορφές εξάρτησης. Μια νέα μορφή ανθρώπινης ευαισθησίας γεννήθηκε με τη βιομηχανική κοινωνία. Στη μελέτη των παραγόντων που τη δημιούργησαν αποσκοπεί η βιομηχανική αρχαιολογία, ερευνώντας τα «βιομηχανικά ίχνη και κατάλοιπα», είτε αυτά λέγονται εργοστάσια, είτε μηχανές, είτε οποιαδήποτε μορφή πολιτιστικής παραγωγής.

2. Ορισμός βιομηχανικής κληρονομιάς

Αλλά πριν προχωρήσω παρακάτω, θεωρώ απαραίτητο να σας δώσω τον ορισμό της Διεθνούς Επιτροπής για τη διατήρηση της βιομηχανικής κληρονομιάς για αυτά «τα βιομηχανικά ίχνη και κατάλοιπα», όπως αυτός υιοθετήθηκε στη Χάρτα του Nizhny Tagil, τον Ιούλιο του 2003 στη 12η Συνδιάσκεψη της Διεθνούς Επιτροπής στο Nizhny Tagil της Ρωσίας.

Βιομηχανική Κληρονομιά = είναι τα κατάλοιπα του βιομηχανικού πολιτισμού που έχουν ιστορική, τεχνολογική, κοινωνική, αρχιτεκτονική ή επιστημονική αξία. Αυτά τα κατάλοιπα αποτελούνται από κτίρια και μηχανήματα, εργαστήρια, μύλους και εργοστάσια, μεταλλεία, χώρους μεταποίησης και διύλισης, χώρους φύλαξης και αποθήκευσης, τόπους όπου παράγεται, μεταφέρεται και χρησιμοποιείται ενέργεια, μεταφορές με όλη την υποδομή τους, καθώς και χώρους που χρησιμοποιούνταν για κοινωνικές δραστηριότητες σχετικές με τη βιομηχανία, όπως η στέγαση, η θρησκευτική λατρεία και η εκπαίδευση.

Η ιστορική περίοδος που συγκεντρώνει το κύριο ενδιαφέρον εκτείνεται από την αρχή της Βιομηχανικής Επανάστασης, στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, έως σήμερα, ενώ συγχρόνως εξετάζονται οι πρώτες προ-βιομηχανικές και πρωτο-βιομηχανικές ρίζες της. Επιπλέον, αντλεί από τη μελέτη της εργασίας και των τεχνικών εργασίας που εμπεριέχονται στην ιστορία της τεχνολογίας.


3. Βιομηχανική αρχαιολογία

Και συνεχίζω:
Η βιομηχανική αρχαιολογία σαν τομέας ενδιαφέροντος από την επιστήμη θεωρείται ότι εμφανίστηκε στη χώρα, όπου προηγήθηκε εκείνο το φαινόμενο που ορίζεται σαν βιομηχανική επανάσταση, στη Μεγάλη Βρετανία. Η επιστημονική μελέτη των βιομηχανικών καταλοίπων και η απόδοση αξίας τους ξεκίνησε, ωστόσο, τον 19ο αιώνα στη Γαλλία, και συγκεκριμένα το 1794 όταν ιδρύθηκε στο Παρίσι το πρώτο τεχνικό μουσείο στον κόσμο, το Μουσείο Τεχνών και Επαγγελμάτων (Musée des arts et métiers) και έγινε η πρώτη προσπάθεια καταγραφής και διάσωσης του προβιομηχανικού και βιοτεχνικού τεχνικού πολιτισμού. Πέρασαν από τότε περίπου εκατό χρόνια για να γενικευτεί το ενδιαφέρον για τη διατήρηση της βιομηχανικής κληρονομιάς. Η ίδρυση του Deutsches Museum στο Μόναχο το 1906, έδωσε σημαντική ώθηση στην ανάπτυξη της μελέτης της βιομηχανικής κληρονομιάς.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, όταν εμφανίστηκαν και τα πρώτα δείγματα αποβιομηχάνισης, άρχισε να χρησιμοποιείται ο όρος «Βιομηχανική Αρχαιολογία», ως ο κλάδος που μελετά το βιομηχανικό πολιτισμό, θεωρώντας το βιομηχανικό ή τεχνικό μουσείο έναν έγκυρο φορέα πληροφοριών. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1953 από τον Donald Dudley, καθηγητή του πανεπιστημίου του Birmingham. Άλλοι, ωστόσο, δίνουν την «πρωτιά» στον Michael Rix, επίσης καθηγητή του πανεπιστημίου του Birmingham, δύο χρόνια αργότερα, το 1955. Οι δύο αυτές αναμφισβήτητες προσωπικότητες της βιομηχανικής αρχαιολογίας μαζί με τους Angus Buchanan, καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Bath, Kenneth Hudson, βρετανό δημοσιογράφο, και John Percival Masterman Panell αποτελούν την πρώτη ομάδα επιστημόνων που πρότειναν σαν αυτόνομο επιστημονικό τομέα τη μελέτη των μνημείων των τριών περασμένων βιομηχανικών αιώνων μας.

Η βιομηχανική αρχαιολογία είναι η προσπάθεια μελέτης σε βάθος του βιομηχανικού πολιτισμού και της προβιομηχανικής περιόδου. Εδώ, δε θα μπορούσα να παραλείψω και πάλι τον ορισμό της Διεθνούς Επιτροπής για τη διατήρηση της βιομηχανικής κληρονομιάς, ο οποίος αναφέρει τη βιομηχανική αρχαιολογία ως τη «διεπιστημονική μελέτη όλων των μαρτυριών, υλικών και άυλων, των τεκμηρίων, των τεχνουργημάτων, της στρωματογραφίας και των κατασκευών, των ανθρώπινων οικισμών και των φυσικών και αστικών τοπίων που δημιουργήθηκαν για ή από τη βιομηχανική διεργασία». Ξεκινά από τους τόπους εργασίας, τα κτίρια, τις μηχανές και φτάνει στους ανθρώπους, τις νέες κοινωνικές σχέσεις και τάξεις, στα υλικά μέσα και στους τρόπους παραγωγής. Η βιομηχανική αρχαιολογία, όμως, δεν είναι απλά η προσπάθεια καταγραφής και διατήρησης των παλιών εργοστασίων, είναι πολύ περισσότερο μια προσεκτική ματιά σε όλη εκείνη την ιστορική εποχή που η βιομηχανία αναλαμβάνει καθοριστικό ρόλο στον οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό τομέα. Η μελέτη αυτή έχει διεπιστημονικό ρόλο, ο οποίος απορρέει από την ανάγκη να ερευνηθούν όλες οι πιθανές αλληλεξαρτήσεις στο χώρο και το χρόνο. Τελικά, η βιομηχανική αρχαιολογία εμφανίζεται να έχει διπλό χαρακτήρα, καθώς είναι πεδίο διεπιστημονικών αναζητήσεων και συγχρόνως πεδίο πολιτισμικών πρακτικών.

Η ενασχόληση, λοιπόν, με τα «βιομηχανικά ίχνη και κατάλοιπα» και η ονομασία τους ως τέτοια αποτέλεσε την αφετηρία της αναγνώρισης της αξίας τους. Στα μνημεία αυτά συγκαταλέγεται ο κτιριακός και μηχανολογικός εξοπλισμός, οι τόποι και οι συνθήκες παραγωγής, αλλά και ό,τι αφορά το εμπόριο, τη μεταφορά και τα δίκτυα διανομής βιομηχανικών προϊόντων. Επομένως, η αξία των βιομηχανικών μνημείων δεν έγκειται μόνο στο επιστημονικό και αισθητικό κομμάτι, αλλά και στο κοινωνικό, καθώς τα βιομηχανικά κατάλοιπα αποτελούν μάρτυρα της ύπαρξης ποικίλων ειδικοτήτων της εργατικής τάξης.

Νέα ώθηση στην αφύπνιση του ενδιαφέροντος για τη βιομηχανική κληρονομιά έδωσε το Συμβούλιο της Ευρώπης στη δεκαετία του 1970, μέσω της υπογραφής της σύμβασης της προστασίας για την παγκόσμια φυσική και πολιτιστική κληρονομιά, που υιοθέτησε η Γενική Συνέλευση της UNESCO στις 16 Νοεμβρίου 1972 (η συγκεκριμένη Σύμβαση κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν. 1126/30-1-1981 ΦΕΚ 32/Α/10-2-81). Σύμφωνα με τη σύμβαση, ως Πολιτιστική Κληρονομιά (Cultural Heritage) νοούνται τα μνημεία, τα αστικά σύνολα, τα πολιτισμικά τοπία, τα βιομηχανικά μνημεία και τα έργα τέχνης. Τον Ιούλιο του 2003, η διεθνής επιστημονική κοινότητα συνέταξε μια διακήρυξη, στην οποία αποκωδικοποιήθηκαν οι αρχές της βιομηχανικής κληρονομιάς και έλαβαν τη μορφή χάρτας, τη «Χάρτα του Nizhny Tagil για τη Βιομηχανική Κληρονομιά». Επιπλέον, πολλά βιομηχανικά κατάλοιπα χαρακτηρίστηκαν ως μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς από την UNESCO.

Η εξέλιξη της βιομηχανικής αρχαιολογίας οδήγησε στη σημαντική διεύρυνση της διάσωσης, ένα αντικείμενο, το οποίο αυτονομήθηκε ως ένα βαθμό από τον τομέα της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς και απέκτησε δικούς του θεσμούς. Στο πλαίσιο της προσπάθειας αυτής, προστέθηκε η έννοια της αποκατάστασης και της επανάχρησης των παλιών βιομηχανικών συνόλων, με στόχο την αναζωογόνηση και επανένταξή τους στην κοινωνία. Η καταγραφή και τεκμηρίωση των καταλοίπων της βιομηχανικής κληρονομιάς είναι το πρώτο βήμα για τη διατήρησή τους και μέσω αυτών ορίζονται οι κατευθυντήριοι άξονες για την επανάχρησή τους. Παρ’ όλα αυτά, οι όροι και οι προϋποθέσεις της διαδικασίας της επανάχρησης που ορίζονται από τους συγκεκριμένους επιστημονικούς κλάδους, δεν προωθούνται πολλές φορές από τις εκάστοτε τοπικές αρχές, κυρίως για οικονομικούς λόγους.


4. Αντικείμενο βιομηχανικής αρχαιολογίας

Το αντικείμενο της βιομηχανικής αρχαιολογίας μπορεί να ομαδοποιηθεί σε πέντε μεγάλες ενότητες: 1) βιομηχανικά κτίρια, 2) μηχανές – εργαλεία – βιομηχανικό προϊόν, 3) μέσα συγκοινωνίας και μεταφοράς, 4) εργατικές κατοικίες, 5) φυσικοί τόποι βιομηχανικής εκμετάλλευσης – τεχνικά έργα υποδομής. Πολλά από τα βιομηχανικά μνημεία, τα οποία στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή που αναπτύχθηκε η πόλη και εντάχθηκαν στον πολεοδομικό ιστό της, ή ακόμα κι εκείνα που βρέθηκαν έξω από αυτόν και που σήμερα έχουν ενσωματωθεί στη σύγχρονη πόλη, θα πρέπει να επανενταχθούν σε αυτή με ένα νέο πλαίσιο λειτουργιών, αφού πρώτα διατυπωθεί σαφώς ο προορισμός τους. Οι δυνατότητες μιας σύγχρονης χρήσης των χώρων αυτών είναι μεγάλες: μπορούν να στεγάσουν άλλους τομείς παραγωγής, υπηρεσίες, σχολεία, γυμναστήρια, παιδικούς σταθμούς, πολιτιστικά κέντρα, κατοικίες, εμπορικά κέντρα. Με αυτόν τον τρόπο, τα βιομηχανικά συγκροτήματα δεν αντιμετωπίζονται σαν αποκεντρωμένα μουσειακά υπολείμματα, αλλά σαν ζωντανοί οργανισμοί.

5. Βιομηχανική αρχαιολογία στην Ελλάδα

Πόσο, όμως, σε μια χώρα όπως η Ελλάδα μπορούμε να μιλάμε για βιομηχανικό πολιτισμό, βιομηχανικά μνημεία και βιομηχανική αρχαιολογία; Η είσοδος της βιομηχανίας στην οικονομική δομή μιας χώρας και τα αποτελέσματά της στον κοινωνικό και πολιτιστικό χώρο δεν έχουν καμιά σχέση με την ποσοτική ανάπτυξη του φαινόμενου. Η βιομηχανική είναι μια κοινωνία που υιοθέτησε μια μορφή οργάνωσης, όπου κυριάρχησε το όραμα της εκβιομηχάνισης και η προσπάθεια ανάπτυξης πάνω σε κάποιο βιομηχανικό μοντέλο. Μια τέτοια κοινωνία είναι και η ελληνική, με πολλές ιδιαιτερότητες.

Η Περιφέρειά μας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα εκβιομηχάνισης από το 1960 περίπου και έπειτα. Θεωρείται η ενεργειακή καρδιά της χώρας, καθώς παράγει περίπου το 70 % του ηλεκτρικού ρεύματος μέσω της ΔΕΗ. Ωστόσο και άλλες μεγάλες βιομηχανικές εγκαταστάσεις δημιουργήθηκαν στον τόπο μας (π.χ. ΑΕΒΑΛ, ΜΑΒΕ), οι οποίες δεν κατάφεραν να επιζήσουν μέχρι σήμερα. Τα συγκροτήματα παραμένουν ανεκμετάλλευτα, διεκδικούνται από διάφορους φορείς, δεν καταγράφονται, δεν αναδεικνύονται και, τελικά, δεν επανεντάσσονται στη σύγχρονη πόλη, προσφέροντας στους πολίτες νέους πολυχώρους οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής συνάθροισης.


Θα ήθελα να καταθέσω μια προσωπική εμπειρία, την οποία έζησα σε ένα ταξίδι μου στην Πολωνία το 1995. Στην περιοχή της Κρακοβίας, σε ένα μικρό πολωνικό χωριό, ένα παλιό ορυχείο άνθρακα, είχε μεταμορφωθεί σε μουσειακό χώρο, επισκέψιμο στους τουρίστες της περιοχής. Μάλλον στη δική μας περιοχή είναι οικονομικά ανέφικτο να ενεργοποιηθούν ανάλογα παλιά ορυχεία της ΔΕΗ και της ΜΑΒΕ! Και βέβαια ακόμη προβληματικότερη είναι η εκμετάλλευση των εγκαταστάσεων της ΑΕΒΑΛ στην Πτολεμαΐδα και των γεωργικών αποθηκών στην Κοζάνη για τη δημιουργία πολυχώρων, με τη συμμετοχή ακόμη και των ιδιωτών, αλλάζοντας τη μορφή των δύο μεγαλύτερων πόλεων της περιοχή μας. Μόνο, όμως, με την αξιοποίηση τέτοιων συγκροτημάτων και εγκαταστάσεων θα μπορέσουμε να μιλήσουμε σοβαρά για βιομηχανικό τουρισμό σε μία καθαρά ενεργειακή και εκβιομηχανοποιημένη και ίσως πλέον αποβιομηχανοποιημένη περιοχή. Διαθέτουμε, πιστεύω, εκείνα τα μνημεία και τις εγκαταστάσεις για να στοχεύσουμε σε ομάδες ενδιαφέροντος του βιομηχανικού τουρισμού. Διαφορετικά θα πρέπει να αποδεχτούμε ότι ο τουρισμός στη περιοχή μας θα παραμένει σε χαμηλά επίπεδα και θα ψάχνουμε να βρούμε εξιλαστήρια θύματα για τις κακές μας επιδόσεις.

Κλείνοντας την εισήγησή μου, θα ήθελα να σας παρουσιάσω πολύ σύντομα μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστοσελίδα, η οποία μας υπενθυμίζει τις λέξεις-κλειδιά και για τις οποίες δε θα σταματήσω να μιλάω, μέχρι να γίνουν κτήμα μας: συνεργασία και δικτύωση. Η ιστοσελίδα λέγεται: the European Route of Industrial Heritage και δημιουργήθηκε το 2002, στο πλαίσιο του προγράμματος Interreg II C. Μήπως μας θυμίζει και αυτό κάτι; Η σημερινή εκδήλωση γίνεται στο πλαίσιο του HistCape, το οποίο εντάσσεται στο πρόγραμμα  Interreg IV C.

Παρουσίαση ERIH: http://www.erih.net/index.php

Σας ευχαριστώ για την υπομονή σας.



Δημήτρης Μυλωνάς
Διδάκτορας Κλασικής Αρχαιολογίας
Στέλεχος Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου